Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015
Agitprop
Η προπαγάνδα υπάρχει για να πείθει ότι κάτι που ήταν πριν λίγο καιρό άποψη είναι σήμερα έγκλημα. Ο φίλος του Αντώνη Πανούτσου, Μάκης Προβατάς επιστρατεύει την Ιστορία Ευρώπης του Norman Davies για να εξετάσει το σήμερα.
Στην Ελλάδα, τα χρόνια της κρίσης, οι τρεις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο μεταξύ των πολιτικών και πέρασαν και στους πολίτες είναι ‘μνημονιακος’ , ‘αντιμνημονιακος’ και ‘γκαιμπελίσκος’…
Το ‘αντιμνημονιακος’ το περιφέρει ως παράσημο οποίος δηλώνει ως τέτοιος. Ο ίδιος αναφέρει ως ρετσινιά το ‘μνημονιακος’ σε όποιον δεν συμφωνεί.
Ο κάθε έλληνας, με δεδομένο ότι ξέρει την αλήθεια με απολυτή βεβαιότητα, ονομάζει ‘γκαιμπελίσκο’ όποιον δεν συμφωνεί μαζί του και προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει, με καλά ή κακά επιχειρήματα.
Επειδή η κάθε λέξη έχει μια ιστορία προέλευσης, η οποία οδηγεί στην σωστή χρήση της, αν γουστάρει κάποιος φυσικά…
“Ξέρεις ποια είμαι εγώ ρε;”
… Τυχαία από τα διαβάσματα τής μέρας….
«‘Η προπαγάνδα είναι γέννημα των αντιμαχόμενων απόψεων και της απόφασης των ανθρώπων να διαδώσουν τις δικές τους αρχές εις βάρος όλων των άλλων.
Η καταγωγή της εδράζεται στη θρησκευτική σφαίρα. Συνδέεται από την ίδια της τη φύση με την προκατάληψη, και είναι ακόμα πιο αποτελεσματική όταν χρησιμοποιεί την εμπάθεια και την πόλωση. Αποτελεί το ακριβές αντίθετο της εκπαίδευσης και της πληροφόρησης. Προκειμένου να είναι ακόμα πιο αποτελεσματική η προπαγάνδα, χρειάζεται τη συνδρομή της λογοκρισίας. Μέσα σε ένα στεγανοποιημένο πληροφοριακό πεδίο μπορεί να κινητοποιήσει όλα τα μέσα επικοινωνίας – έντυπα, ηχητικά, καλλιτεχνικά και οπτικά, και να πιέσει για τις αξιώσεις της μέχρι να επιτύχει τα μέγιστα οφέλη. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το Ρωμαϊκό «Officium de Propaganda Fidei» από το οποίο και προέκυψε ο όρος, εργάστηκε παράλληλα με την Ιερά Εξέταση. Το 1622 μάλιστα, εξελίχθηκε σε μόνιμο γραφείο του Βατικανού.
Πάντα υπήρχε και η πολιτική προπαγάνδα χωρίς, ωστόσο, να χρησιμοποιεί το όνομα αυτό. Προωθούνταν μέσω των εντύπων και αργότερα μέσω των εφημερίδων και των μονοσέλιδων σατυρικών.
Τον 20ο αιώνα το πεδίο δράσης της προπαγάνδας αυξήθηκε δραστικά με την εμφάνιση των νέων μέσων όπως ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, με τις τεχνικές του Μάρκετινγκ, της μαζικής πειθούς, της εμπορικής διαφήμισης και των ‘’Δημοσίων Σχέσεων’’.
Οι θεωρητικοί της προπαγάνδας έχουν διακρίνει πέντε βασικούς κανόνες:
1.Τον κανόνα της απλοποίησης: κατά τον οποίο υποβιβάζονται όλα τα δεδομένα σε μια απλή αντιπαράθεση μεταξύ ‘καλού και κακού’ , ‘φίλου και εχθρού’.
2.Τον κανόνα της διαστρέβλωσης: κατά τον οποίο ο αντίθετος δυσφημείται με ωμή λασπολογία και γελοιοποίηση.
3.Τον κανόνα της μετάγγισης: κατά τον οποίο ασκείται επιδέξιος χειρισμός της συναίνεσης των αξιών που ασπάζεται το κοινό στο οποίο απευθύνεται η προπαγάνδα προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι δικοί της σκοποί.
4.Τον κανόνα της ομοφωνίας: κατά τον οποίο παρουσιάζεται μια συγκεκριμένη άποψη σαν να αποτελεί την ομόφωνη άποψη των ορθών σκεπτόμενα ανθρώπων. Έτσι, το άτομο που αμφιβάλει ωθείται σε συμφωνία μέσω της έλξης που ασκούν οι σταρ του θεάματος και μέσω της κοινωνικής και ψυχολογικής πίεσης.
5. Τον κανόνα της ενορχήστρωσης: κατά τον οποίο επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα το ίδιο μήνυμα σε διαφορετικές παραλλαγές και συνδυασμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο σκέψης, ένας από τους αρχιηγέτες της προπαγάνδας αναγνωρίζει την προσφορά των παλαιοτέρων. “Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εξακολουθεί να προοδεύει”, λέει ο Δρ. Γκαίμπελς, “επειδή επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα για 2.000 χρόνια. Το ίδιο πρέπει να κάνει και το Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα”.
Μια από τις πιο δόλιες μορφές προπαγάνδας ωστόσο, είναι αυτή η οποία αποκρύπτει τόσο από τους προπαγανδιστές όσο και από τους αποδέκτες της, τις πραγματικές πηγές από όπου προέρχεται η πληροφορία. Αυτή η λεγόμενη ‘’κρυφίως κατευθυνόμενη προπαγάνδα’’ στοχεύει στην κινητοποίηση ενός δικτύου ανυποψίαστων ‘’παραγόντων με επιρροή’’ οι οποίοι μεταδίδουν το επιθυμητό μήνυμα ωσάν να ενεργούν αυθόρμητα. Σε αυτή την περίπτωση, προπαγάνδα προσποιούμενη ότι οι απόψεις της ταυτίζονται με εκείνες της κοινωνικής ομάδας η οποία είναι ο στόχος και των οποίων επιδιώκει να υπονομεύσει υποθάλποντας τις κλίσεις ατόμων με σημαντική θέση είναι δυνατόν να εξαγοράσει λάθρα και ύπουλα μια κρατούσα ελίτ ανθρώπων που διαμορφώνει την κοινή γνώμη.
Αυτή ήταν για παράδειγμα η μέθοδος που επέλεξαν οι υπεύθυνοι προπαγάνδας του Στάλιν οι οποίοι διείσδυσαν σε κύκλους καλλιεργημένων ατόμων στα κυρίαρχα δυτικά κράτη από τη δεκαετία του 1920 και μετέπειτα. Τα ηνία του πεδίου αυτού κρατούσε ένας φαινομενικά άκακος Γερμανός κομμουνιστής, ένας παλιός σύντροφος του Λένιν στην Ελβετία και γνώριμος του Γκαίμπελς στο Ράιχ ο Βίλλι Μύντσενμπεργκ.
Δουλεύοντας παράλληλα με τους Σοβιετικούς κατασκόπους, ο Μύντσενμπεργκ τελειοποίησε την τέχνη να διεξάγει φανερά μυστικές επιχειρήσεις. Αυτοί που κυρίως εξαπάτησε και στρατολόγησε σπανίως εντάσσονταν σε κομμουνιστικά κόμματα και θα αρνούνταν με αγανάκτηση ότι είχαν χειραγωγηθεί. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν συγγραφείς, καλλιτέχνες, αρθρογράφοι, αριστεροί εκδότες και καλά επιλεγμένες διάσημες προσωπικότητες όπως ήταν ο Ρομαίν Ρολάν, ο Λουί Αραγκόν, ο Αντρέ Μαλρώ, ο Χάινριχ Μαν , ο Μπέρτολ Μπρέχτ, ο Άντονι Μπλάντ, ο Χάρολντ Λάσκι καθώς και οι μισοί περίπου από την ομάδα του Μπλούμσμπερυ. Από τότε που προσελκύστηκαν αυτές οι αρμαθιές των συντρόφων, οι ονομαζόμενες “Λέσχες των Αθώων”, κατάφεραν να προκαλέσουν μια αλυσιδωτή αντίδραση που ονομάστηκε “Κονικλοτροφείο”. Ο απώτατος στόχος ορίστηκε εύστοχα ως εξής: «Να δημιουργηθεί στους κόλπους της Δεξιάς μη Κομμουνιστικής Δύσης η ανώτερη προκατάληψη της εποχής , η πεποίθηση ότι, κάθε άποψη που συμβαίνει να υπηρετεί τη Σοβιετική Ένωση προέρχεται από τους πιο σημαντικούς και αξιοπρεπείς εκπροσώπους της ανθρωπότητας».
Το σχόλιο του Μπρέχτ για τα θύματα του Στάλιν μπορεί να μην ήταν και τόσο αστείο όσο ο ίδιος νόμιζε. “Όσο πιο αθώοι είναι” , έγραψε, “τόσο περισσότερο τους αξίζει να σκοτωθούν”………..»
NORMAN DAVIES…..ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Πηγή: gazzetta.gr