Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013
Είναι τα άκρα, ανόητε!
Πάμε πάλι από την αρχή, μήπως και το εμπεδώσουμε.
Έτσι και αλλιώς το έχουμε πάρει πια απόφαση πως βρισκόμαστε καθηλωμένοι στο ενδιάμεσο της εποχής μας και πως μέχρι να αποφασίσουν οι αξιόμαχες και ικανές ελληνικές οικογένειες – μικροαστικές, αγροτικές ή μεγαλοαστικές- να τραβήξουνε μπροστά και να σύρουνε και την υπόλοιπη ελληνική κοινωνία στο δρόμο της ανάπτυξης, εμείς/εσείς/αυτοί οι υπόλοιποι θα καθόμαστε/καθόσαστε/κάθονται στα γνωστά και μη εξαιρετέα καφενεία, θα ανταλλάσσουμε διαξιφισμούς με το στιλιζαρισμένο ύφος και το προκάτ συντακτικό , ενίοτε θα αλλάζουμε τον κόσμο όλο και αναμφίλεκτα θα ρίχνουνε τις ευθύνες μας ο ένας στους ώμους του άλλου έως ότου αποκάνουμε, αποδειπνήσουμε και αποκοιμηθούμε. Για να ξημερώσει πάλι η επόμενη μέρα και να συνεχιστεί στο ρελαντί η ίδια συνήθεια της παρόλας, της εξυπνάδας και του επιτηδευμένου στόμφου, με ύφος στοχαστικό και πάντα πνευματώδες.
Πάμε, λοιπόν, πάλι από την αρχή μήπως και το εμπεδώσουμε. Η βία γεννάει βία. Είτε καλή, είτε κακή, είτε έτσι, είτε γιουβέτσι, είτε σκέτη, είτε με λαδορίγανη, είτε κόκκινη, είτε γαλάζια, είτε με πράσινες είτε με μπορδοροδοκόκκινες βούλες, η βία φτιάχνει φαύλους κύκλους, τους διαιωνίζει και τρέφεται από αυτούς.
Η βία δηλώνει παρακμή, φθορά και φθίση . Πόσο μάλλον όταν καθίσταται εξακολουθητική και αποκτάει σιγα σιγά μόνιμα χαρακτηριστικά και τυποποιημένες εκφράσεις. Η βία αποκαλύπτει την αδυναμία των έλλογων υποκειμένων να συνομιλήσουν, να συνεννοηθούν και να συναποφασίσουν. Πόσο μάλλον όταν τα υποκείμενα αυτά κινούνται εντός της Δημοκρατίας και των συνταγματικών της κανόνων και αυτοπροσδιορίζονται ως γεννήτορες των δημοκρατικών θεσμών και των αρχών της ισηγορίας και της παρρησίας.
Η βία υπογραμμίζει το απαίδευτο και το κακομαθημένο των κατοίκων μιας χώρας . Πόσο μάλλον όταν οι κάτοικοι της χώρας αυτής ευλογούσαν κάποτε τα γένια της Πολιτείας τους για την ικανότητά της να μοιράζει από το πουθενά, της πραγματικής παραγωγής, χρηματικές παροχές, επιδόματα και μικροεκδουλεύσεις και, μόλις τα ταμεία βάρεσαν κανόνι, άρχισαν να «προπηλακίζουν» τους θεσμούς και να τα φορτώνουν όλα στους βολικούς αποδιοπομπαίους τράγους του συστήματος.
Και, δυστυχώς, η βία που επαναλαμβάνεται σε μια Δημοκρατία, από την συνεχόμενη ρίψη ενός γιαουρτιού σε όποιον δεν συμφωνεί μαζί μας μέχρι τη δολοφονία ενός αθώου ανθρώπου από κάποιον ανεγκέφαλο της αντίπερα όχθης, ακυρώνει εξορισμού το ειδοποιό χαρακτηριστικό του δημοκρατικού Πολιτεύματος- που δεν είναι άλλο από την διαλεκτική «σύγκρουση» των ανθρώπων για τα κομβικά σημαίνοντα.
Πόσο μάλλον όταν η επαναλαμβανόμενη αυτή βία αναζητάει και βρίσκει δικαιολογίες και ερμηνευτικές πολυλογίες σε ακαδημαϊκούς, συνταγματολόγους και λοιπούς διάττοντες αστέρες του πνευματικού και καλλιτεχνικού μας φυράματος.
Η βία φυσικά και διαβαθμίζεται. Αυτό μας έλειπε να βάζουμε στο ίδιο τσουβάλι την σφαλιάρα που έφαγε ο Καμμένος και την αυριανή κλωτσιά που θα φάει ο υπουργός Σκουρλέτης, με τη βία που σκοτώνει και δολοφονεί. Από τη μία αναγνωρίζουμε και εν μέρει κατανοούμε την στιγμιαία βία της οργής και της απόγνωσης, την βία που ξεπετάγεται μέσα από τα ορμέφυτα και τα ένστικτα του ανθρώπου-ζώου, που όσοι πολιτισμοί και όσες Επιστήμες και Τέχνες και αν περάσουν από πάνω του δεν θα μπορέσουν ποτέ να το εξημερώσουν τελείως, τη βία του γιαουρτιού που προσγειώνεται στα μούτρα εκείνου που θεωρούμε υπεύθυνο για την καταστροφή της ζωής μας, ακόμα και τη βία της πέτρας που εκσφενδονίζεται στην καγκελόπορτα του υπεύθυνου, για τη δυστυχία μας, Υπουργού , και από την άλλη έχουμε την κατ´ επάγγελμα και καθ´ έξιν βία.
Τη βία που γίνεται συνήθεια και επάγγελμα. Την βία που δεν ξέρει να σταθεί με επιχειρήματα στον δημόσιο διάλογο, να πείσει τους διπλανούς της μέσω της πειθούς για την αναγκαιότητα μιας αλλαγής και να διεκδικήσει την αλλαγή αυτή μέσα από τους εδραιωμένους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού.
Τη βία που αρνείται συνεχώς στον αντιφρονούντα να δώσει διάλεξη σε ένα Πανεπιστήμιο επειδή έτσι γουστάρει . Τη βία που βάζει συνεχώς λουκέτα σε σχολεία και δημόσια κτίρια στο όνομα ενός γελοίου προοδευτισμού, που καταλήγει στο εν τέλει τραγική οπισθοδρόμηση.
Τη βία που μεταχειρίζεται με βαρύγδουπο λόγο και ηχηρές γκιλοτίνες και κρεμάλες για να εντυπωσιάσει το φιλοθεάμων κοινό του λαικισμού. Τη βία που γίνεται μέσο επιβολής της εξουσίας σου στον άλλον και σιγά σιγά καταλήγει αυτοσκοπός.
Αυτή τη βία απαγορεύεται να τη διαχωρίσεις σε καλή και κακή. Να της προσφέρεις άλλοθι και να τη σιγοντάρεις. Να της δώσεις ζωτικό χώρο και να την παρακολουθείς εκ του μακρόθεν και με κάποια συγκατάβαση. Γιατί αυτή η βία, η κατ´ επάγγελμα και καθ´ έξιν, είτε προέρχεται από τα αριστερά είτε από τα δεξιά, είναι της ίδιας ποιότητας και της ίδιας λογικής: να εξαφανίσουμε τον μισητό Άλλον. Είναι η βία που συνήθως ξεσπάει με ένα ξυλοφόρτωμα, ένα μικρολιντσαρισματάκι, ένα γιουχάισμα, ένα «γαμιέται η μάνα σου» – και αν συναντήσει κάποτε συνθήκες ευνοικές και συγκυρίες κατάλληλες, μπορεί να σκοτώσει και να δολοφονήσει.
Η βία, λοιπόν, του χρυσαυγίτη που σκοτώνει τον Φύσσα είναι ακριβώς της ίδιας ποιότητας με την βία του ακραίου αριστερού – όχι του ΣΥΡΙΖΑ παλικάρι μου, ηρέμησε- που πετάει την χιλιοστή μολότοφ του βιογραφικού του μέσα σε μια τράπεζα που λέγεται «Μαρφίν» και σκοτώνει τρία άτομα. Είναι ίδια και απαράλλαχτη με την οργανωμένη «αντιφασιστική» βία που δολοφονεί δυο χρυσαυγίτες σε μια πλατεία. Είναι η άλλη έκφραση του φασισμού. Το άλλο πρόσωπο του καταραμένου Ιανού.
Αλλά αυτό που είναι περισσότερο σημαντικό και δεν αφορά στην ανούσια συζήτηση περί άκρων και καλής και κακής βίας, συζήτηση που απλά γίνεται για να γίνεται και για να μπορούν ορισμένοι να εμφανίζονται ως κομιστές προοδευτικής άποψης και πιασάρικων αντικομφορμισμών, είναι το γεγονός πως η δολοφονία ανθρώπων, η ύψιστη έκφραση της κατ´ επάγγελμα και καθ´ έξιν βίας, εγγράφεται από πολλούς στο μαρτυρολόγιο πολιτικών θρησκειών και ιδεολογικών χώρων.
Έρχονται ο γνωστοί μισθοφόροι των κομματικών στρατών «οι απειθείς, οι διψασμένοι για εξουσία, οι απειθάρχητοι και ασταθείς που έχουν έπαρση έναντι των φίλων και στέκονται δειλοί μπροστά στον εχθρό», εκείνοι που «εν καιρώ ειρήνης λεηλατούν τη χώρα ενώ εν καιρώ πολέμου ο εχθρός» και σου λένε με ύφος μπλαζέ: είναι δικός μας ο νεκρός. Αφήστε μας να τον θάψουμε στα δικά μας μνήματα. Και στα σιμά να κοντοστέκεται ο πατέρας και μια χαροκαμένη μάνα, ανήμποροι να καταλάβουν πώς χάθηκε το σπλάχνο τους και τι δουλειά έχουν όλοι αυτοί οι ξιπασμένοι πραματευτάδες του πόνου μέσα στις ζωές τους.
Είτε το θέλουν, λοιπόν, ορισμένοι είτε όχι η δολοφονία ανθρώπων εγγράφεται αποκλειστικά και μόνο στα αφανή και σκονισμένα δράματα των οικείων τους προσώπων. Εγγράφεται στην προκλητική ανικανότητα της κοινωνίας, είτε αυτή αφορά στους πολίτες και τα δίκτυά τους, είτε στην οργανωμένη Πολιτεία, να αμβλύνει τις ιδεολογικές εμμονές, να περιορίσει τις κομματικές λοβοτομές και να διατηρήσει το πολιτικό παίγνιο εντός πολιτισμένων και διαλεκτικών ορίων. Είναι ωραίο να ενδύεσαι τον μανδύα του αριστερού ή του δεξιού, να αισθάνεσαι και εσύ ο «άπλυτος» πως ανήκεις σε μια συλλογικότητα και πως υπάρχει κάποιος που ενδιαφέρεται για το αν υπάρχεις ή όχι. Είναι ωραίο να κινητοποιείσαι από μια μεγάλη ιδέα και να την υπηρετείς με πάθος. Αλλά επειδή είναι ωραίο δεν σημαίνει πως σου επιτρέπεται να βάζεις ταμπέλες σε δολοφονημένους ανθρώπους και να τους περιφέρεις στα ιστορικά σου κιτάπια σαν οσιομάρτυρες και αγίους.
Ο Παύλος που ασπάστηκε τις ιδέες και τις απόψεις της Αριστεράς και χάθηκε ένα ξημέρωμα Τετάρτης στο Κερατσίνι είναι ακριβώς το ίδιο με τον Γιώργο και τον Μανώλη που δολοφονήθηκαν ένα απόγευμα Παρασκευής στην Λεωφόρο Ηρακλείου. Οι ανώνυμοι άνθρωποι, οι άνθρωποι του πλήθους, είναι πάντοτε οι ίδιοι, ηλίθιε φασίστα. Οι άνθρωποι που μπαίνουν στο τριπάκι των μεγάλων ιδεών και παρατημένοι στο περιθώριο της κοινωνίας προσπαθούν να χτίσουν τις ζωές τους και να αποκτήσουν αυτοεκτίμηση και την απαραίτητη αίσθηση του «ανήκειν» κάπου, είναι πάντοτε οι ίδιοι ηλίθιε φασίστα.
Ο Γρηγορόπουλος, οι νεκροί της Μαρφιν, ο Τεμπονέρας, ο Φύσσας, οι ανώνυμοι μπάτσοι, που για να τους θεωρούν κάποιοι ψυχανώμαλοι καλούς είναι σήμερα νεκροί, δεν είναι ούτε δεξιοί ούτε αριστεροί. Άνθρωποι με οικογένειες ήταν, που χάθηκαν μέσα στον παροξυσμό του οπαδικού εκατέρωθεν και των κερδοφόρων μανιχαϊσμών του άσπρου και του μαύρου.
Μην πεθάνεις, λοιπόν, αδερφέ μου για ένα ακόμα ψώνιο που σε καλεί να αλλάξετε τον κόσμο με την μικρή υποσημείωση, εσύ από τις τάξεις του πεζικάριου και αυτός ως μεγάλος στρατηλάτης από τα ασφαλή μετόπισθεν. Μη νιώσεις εκστασιασμένος από τον δεκάρικο ενός ακόμα τυχοδιώκτη κοντοτιέρου, που προσπαθεί να σε στρατολογήσει στον μισθοφορικό στρατό του για να δίνεις τις μάχες εσύ και αυτός με τη γυναίκα και τα μούλικά του να σαβουριάζει αστακούς στα μεσημεριανά τραπέζια. Μη στοιχίζεσαι άλλο πίσω από τους τσαρλατάνους των μεγάλων ιδεών και των «ευγενικών» προθέσεων. Ανεπάγγελτοι ήσανε μια ζωή και προσπαθούνε τα καημένα να στήσουνε καριέρες πάνω στις ιδέες και τους μισθοφορικούς στρατούς.
Και αν έρθουν κάποτε δυο Φραγκισκανοί μοναχοί και τους χαιρετήσουν χαρωπά λέγοντας « ειρήνη υμίν Μονσινιόρε!» αυτοί θα τους κοιτάξουν βλοσυρά και θα ανταπαντήσουν: « Είναι δυνατόν να έρχεστε και να μου λέτε να με αφήσει ο Θεός να πεθάνω από την πείνα; Δεν γνωρίζετε ότι ζω από τον πόλεμο και ότι η ειρήνη θα με κατέστρεφε;» Γι’ αυτό, λοιπόν, σας λέω. Ειρήνη υμίν για να την σπάσουμε στους τυχοδιώκτες μισθοφόρους!
Πηγή: aixmi.gr